ματαιοπονία

ματαιοπονία
η (Α ματαιοπονία) [ματαιοπονώ]
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ματαιοπονία — ματαιοπονίᾱ , ματαιοπονία labour in vain fem nom/voc/acc dual ματαιοπονίᾱ , ματαιοπονία labour in vain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιοπονίᾳ — ματαιοπονίαι , ματαιοπονία labour in vain fem nom/voc pl ματαιοπονίᾱͅ , ματαιοπονία labour in vain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιοπονία — η άσκοπη, ανώφελη προσπάθεια: Είναι ματαιοπονία να προσπαθήσω να του αλλάξω γνώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματαιοπονίας — ματαιοπονίᾱς , ματαιοπονία labour in vain fem acc pl ματαιοπονίᾱς , ματαιοπονία labour in vain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιοπονίαν — ματαιοπονίᾱν , ματαιοπονία labour in vain fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αεροκοπάνισμα — το [αεροκοπανίζω] 1. φλυαρία, αερολογία 2. άδικος κόπος, ματαιοπονία …   Dictionary of Greek

  • εναφανίζω — ἐναφανίζω (Α) 1. ενεργ. χάνω, αποβάλλω («νεότητα ἐναφανίσας ταῇ ματαιοπονίᾳ», Βασίλ.) 2. (συνηθέστ. το μέσ.) εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι μέσα σε κάτι («οὐ παντάπασιν αὐταῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”